Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοβότανο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριοβότανο το [aγriovótano] Ο41 : γενική ονομασία διάφορων ειδών άγριων βοτάνων, ιδίως αυτών που έχουν φαρμακευτική χρήση.

[αγριο- + βότανο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοβότανο [aγriovótano] το,
  • herb of the field, usu pl αγριοβότανα τα:
    • τα λίγα αγριοβότανα, οι... σαύρες και οι φωνές της κουκουβάγιας συνθέτουν τη σημερινή μορφή του τοπίου (Penteas) |
    • poem... τον εγιατρολογούσαν | με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια (Krystallis) |
    • κι ανθίζουν τ' αγριοβότανα σαν τα παλιά τα χρόνια (Zevgoli)

[cpd w. βοτάνι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες