Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριλίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγριλίδα [aγrilí∂a] η, region.
  • wild olive tree (syn in αγριελιά 1):
    • μελίσσια που 'ρθαν και σταφυλιάσαν στην ~ της αυλής (Prevelakis) |
    • βίτσα από λυγαριά ή ~ (id.) |
    • poem κ' ήθελε απ' ~ | να 'ναι χυτές οι ζεύλες του (Valaor) |
    • να, η ~ ξεπηδάει | κλαδιά για όλες τις άγνωρες | και τις μεγάλες νίκες! (Sikel)

[fr αγριελίδα, der of K ἀγριέλαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες