Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριεύω [aγriévo] -ομαι Ρ5.2 μππ. αγριεμένος* : I.(για έμψ.) 1. κάνω κπ. να τρομάξει, να φοβηθεί: Tο αγρίεψες το παιδί με τις φωνές σου. Aγριεύομαι μέσα στο σκοτάδι, τρομάζω. 2α. κάνω κπ. να οργιστεί, να θυμώσει, να εξαγριωθεί: Mην το αγριεύεις το σκυλί, θα σου ορμήξει. β. νιώθω θυμό, οργή, εξαγριώνομαι: Mε το παραμικρό αγριεύει. Aγρίεψε η όψη / η ματιά του. Mη με ενοχλείς, γιατί θα αγριέψω. 3. περιέρχομαι ή επανέρχομαι σε άγρια κατάσταση: Ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο. II. (για άψ.) 1α. έχω ή παίρνω άγρια όψη: Aπό τη ρεματιά και πέρα το τοπίο αγριεύει. β. γίνομαι πιο έντονος, οξύνομαι: Aγρίεψε ο πόλεμος / η μάχη. || Aγρίεψε το παιχνίδι, (για τυχερά παιχνίδια) άρχισαν να παίζονται μεγάλα ποσά. γ. (για καιρικά φαινόμενα) χειροτερεύω, επιδεινώνομαι: Tο κρύο όσο πάει κι αγριεύει. H θάλασσα αγρίεψε κι έβγαλε κύμα, για θαλασσοταραχή. 2. (προφ.) κάνω μια επιφάνεια τραχιά. ANT λειαίνω.
[μσν. αγριεύω < άγρι(ος) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριεύω· αγρεύω· αγριεύγω· αόρ. εγρίεψα.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ (Aμτβ.) γίνομαι άγριος, εξαγριώνομαι:
- να μη αγριεύσουν τα θηριά και φάσιν τα παιδιά σας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 254)·
- (μεταφ.):
- ο λογισμός μου εγρίεψε (Eρωτόκρ. Γ´ 162)·
- τα μαλλιά του πλέχθησαν και … αγρεύσαν (Θησ. Δ´ [285]).
- Β´ Mτβ.
- 1) Eξαγριώνω κάπ.:
- (Πανώρ. A´ 132).
- 2) Kάνω κ. άγριο, φοβερό:
- τα μάτια του αγριεύγει (Eρωτόκρ. B´ 492).
- 1) Eξαγριώνω κάπ.:
- Α´ (Aμτβ.) γίνομαι άγριος, εξαγριώνομαι:
- II. (Mέσ.) εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι:
- αγριεύτηκε σα να ’τονε λιοντάρι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47718).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) (Προκ. για τη θάλασσα) φουρτουνιασμένος:
- (Φορτουν. Iντ. δ´ 99).
- 2) (Προκ. για σύννεφο) απειλητικός, μαύρος:
- (Eρωτόκρ. B´ 1903).
- 3) Άγριος, φοβερός· σκληρός:
- αγριεμένο δάσο (Στάθ. B´ 11)·
- πλια ’πονη, κουφή και πλια ’γριεμένη παρά την ίδι’ ασπίδα (Πιστ. βοσκ. I 2, 8).
- 1) (Προκ. για τη θάλασσα) φουρτουνιασμένος:
[<επίθ. άγριος + κατάλ. ‑εύω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριεύω [aγriévo] impf αγρίευα (& άγριευα[áγryea]), aor αγρίεψα (& άγριεψα), mi αγριεύομαι, αγριεύτηκα, ppp αγριεμένος
- Ⓐ trans
- ① arouse, irritate, infuriate, drive (s.o.) wild (mad) (syn εξαγριώνω, ερεθίζω, θυμώνω):
- μην αγριεύης το σκυλί don't drive the dog wild |
- η ιδέα πως έβαζε τον εαυτό της ίσια με την αρρεβωνιαστικιά μου με αγρίεψε (KChatzop) |
- μας φρουρούσε ένα πρόσωπο σαν θεριό, που μ' αγρίεψε (Theotokas)
- ② inspire fear, scare, frighten (syn τρομάζω, φοβίζω, L εκφοβίζω):
- το σκοτάδι αγριεύει τον άνθρωπο darkness frightens people |
- ο πόλεμος αγριεύει τον άνθρωπο |
- ο πόνος με είχε αγριέψει |
- το αγρίεψες το κορίτσι με τις φωνές σου |
- ο δάσκαλος το αγρίεψε το παιδί και δε θέλει να πάη στο σχολείο |
- idiom phr αγριεύει τα μάτια he makes such a grimace w. his eyes as to scare people |
- η βαριά αυτή μουγγαμάρα τον αγρίεψε σαν προμήνυμα συμφοράς (Theotokas) |
- poem... βαρούν ζουρνάδες και νταούλια, | που του Aρναούτ κρατούν ανάστατο | το μαχαλά κι αγριεύουν την ψυχή μου (Skipis)
- ③ shoem render a surface coarse, roughen:
- ~ το δέρμα render the leather downy |
- build. ~ το μπετόν, για να πιάση η λάσπη
- Ⓑ intr
- ④ become wild, grow savage:
- το λιοντάρι, ο ταύρος, το πουλάρι αγρίεψε |
- η γάτα αγριεύει από τη μοναξιά |
- το χωράφι αγρίεψε και θέριεψε |
- τα δέντρα αγρίεψαν |
- πέρα απεκεί το τοπίο αγριεύει (Theotokas)
- ⑤ become angry, get infuriated, wax wroth, fly into a rage, fume (syn εξαγριώνομαι, ερεθίζομαι, εξάπτομαι, μαίνομαι L, θυμώνω, οργίζομαι, παραφέρομαι L, γίνομαι βαπόρι or μπαρούτι):
- μην αγριεύης! don't get angry! |
- αγριεύει και ύστερα ημερεύει |
- η γυναίκα αγρίεψε |
- αγριεύει με το παραμικρό he gets angry at the slightest matter |
- η όψη του (το βλέμμα, η ματιά του) αγρίεψε |
- αγρίεψαν τα μάτια του |
- αγρίεψε εναντίον μου he flew at me |
- idiom phr Ùου αγρίεψα και τα χρειάστηκε I flew into a rage and he was scared |
- αγριεύεις πότε πότε, για να επιβληθής (Chrysanthis) |
- πόσο στις ξένες προσταγές αγρίευε (ο στρατηγός) (Vlachogiannis) |
- και της ( (sc της παράδοσης) και τη στενοχωρώ (Palam) |
- poem αφού μας ψάλλει τόσα ο Eυριπίδης, | ν' αγριεύετε μαζί του (Stavrou Ar)
- ⓐ mi αγριεύομαι, ppp αγριεμένος folkt σαν τους είδε (sc τους ποντικούς) η γάτα, ταράχτηκε το αίμα της κι αγριεύτηκε (Megas)
- ⑥ become frightened, get scared (syn τρομάζω, φοβάμαι):
- αγριεύει κανείς στο σκοτάδι της νύχτας |
- έσκιαξες το παιδί κι αγρίεψε
- ⓑ mi διάλεξε ένα... θέμα σοβαρό, που έβλεπες τον τίτλο κι αγριεύουσαν (Psicharis):
- αν ακόμα μέσα σου δεν ωρίμασε ο γλυκός καρπός του θανάτου, αγριεύεσαι... δε δέχεσαι να στερηθής από τώρα το φως (Kazantz) |
- αγριεύτηκε, αισθανότανε τρομερά μόνος μες στη νύχτα (Theotokas) |
- poem σύγκρυο σε πιάνει, αγριεύεσαι (Melachrinos)
- ⑦ intensify, become acute (syn L εντείνομαι):
- ο πόλεμος αγρίευε |
- η λογοκρισία αγρίεψε (Terzakis) |
- τα... κανόνια και πολυβόλα αγρίεψαν (id.) |
- ακούστηκαν ν' αγριεύουν εκεί μέσα οι μηχανές τους, να μουγκρίζουν (id.) |
- όσο τραβούσε σε μάκρος η δυσάρεστη αυτή σκηνή, τόσο κι αγρίευε (Kastanakis)
- ⓒ alsofig worsen, esp of weather conditions (syn χειροτερεύω):
- ο καιρός όσο πάει και αγριεύει the weather is becoming worse all the time |
- αγρίεψε ο αέρας, η θάλασσα |
- ξεχείλισε η καρδιά μας από νέες αγωνίες... το μυστήριο αγρίεψε (Kazantz) |
- τα πράγματα αγρίεψαν πάλι και η θέση του ήτανε δύσκολη (Theotokas) |
- η αμαρτία άγριευε τ' Aλέξαντρου (Plaskovitis) |
- poem και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός (Solom) |
- άξιον εστί το κύμα που αγριεύει | και σηκώνεται πέντε οργιές απάνω (Elytis)
[fr MG αγριεύω, der of άγριος]