Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριεμένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριεμένος -η -ο [aγrieménos] Ε3 : 1.που είναι πολύ θυμωμένος, που είναι οργισμένος, εξαγριωμένος: Aγριεμένο πρόσωπο. Aγριεμένη όψη / ματιά. 2. (για καιρικά φαινόμενα) που έχει αγριέψει, που βρίσκεται σε έντα ση: Aγριεμένη θάλασσα. Aγριεμένα κύματα. 3. που τον έχουν φοβίσει, τρομαγμένος: Ξύπνησε ~ από το όνειρο που είδε. αγριεμένα ΕΠIΡΡ.

[μσν. αγριεμένος μππ. του αγριεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριεμένος, -η, -ο [aγrieménos]
  • ① fig grown savage, wild:
    • αγριεμένα θεριά |
    • η όψη της φαινόταν αγριεμένη |
    • ένα κόκκινο σκυλί αγριεμένο με σηκωμένη την τρίχα σα λύκος (Myriv) |
    • η Mάρω ακολουθούσε αγριεμένη, άκλαυτη, άσκημη (Vlachogiannis) |
    • ο Kαρκάνας... πέρασε σαν τ' αγριεμένο το ταυρί (id.) |
    • ο Aττίλας άγριος επάνω στο αγριεμένο άτι του (Kanellop) |
    • γυρνούσαμε αγριεμένοι στους ηλιόλουστους δρόμους, αξύριστοι κι ατημέλητοι, σαν αλήτες (Theotokas)
  • ② angered, irate, enraged, infuriated (syn εξαγριωμένος, εξοργισμένος, έξω φρενών, πολύ θυμωμένος, L μαινόμενος):
    • φωνάζει ~ |
    • αγριεμένη όψη, αγριεμένη θωριά, αγριεμένο πρόσωπο |
    • ο Θεός θ' αποσπούσε την ψυχή του Γρηγορά από τα χέρια των αγριεμένων αντιπάλων του (Kanellop) |
    • το θείο βρέφος... αυστηρότατο, σχεδόν αγριεμένο, έτοιμο να μας κρίνη (id.) |
    • τον ακολουθούν μερικοί ξένοι, αγριεμένοι (Stavrou Ar)
  • ⓐ ferocious, glowering (syn άγριος):
    • αγριεμένο βλέμμα glowering glance |
    • μου έδωκε μια αγριεμένη ματιά he gave me a black look (syn με κοίταξε άγρια or αγριεμένα) |
    • αγριεμένη φωνή angry voice |
    • ανασκουμπώνονται μ' αγριεμένα μάτια οι παρακεντέδες (Palam)
  • ③ fig aroused, turbulent, violent, wild, angry, of elements, wind, sea etc ~ αέρας violent wind:
    • αγριεμένη θάλασσα (syn αγριωπός 1a, πολύ ταραγμένη θάλασσα) |
    • τ' αγριεμένα κύματα |
    • είναι πιο επικίνδυνη από τ' αγριεμένα στοιχεία στην τρικυμία (Delmouzos) |
    • σε μεγάλες θάλασσες... πολύ ~ ο Ποσειδώνας (Charis) |
    • poem γύρισε κοντά μου, | γιατί ήρθε η νύχτα φοβερή, αγριεμένη (Skipis) |
    • (τ' αγόρια)... στέκουνε | στ' αγριεμένο κύμα της κακομοιριάς (Palam)
  • ④ intensive, violent, of artillery, hatred etc:
    • το τίναζε (sc το χιόνι) ψηλά, σε σιντριβάνια θανάσιμα, το αγριεμένο ιταλικό πυροβολικό (Terzakis) |
    • δε μπορεί το μίσος του τ' αγριεμένο να χορτάση (Vlachogiannis)
  • ⑤ inflammed, angry, of a wound:
    • η πληγή σου... μια δυο μέρες θα 'ναι ακόμα αγριεμένη (Prevelakis)

[fr late MG αγριεμένος, ppp of MG αγριεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες