Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριεμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγριεμένα [aγrieména] adv
  • gloweringly, ferociously, irefully (syn άγρια):
    • με κοίταξε ~ |
    • το σκυλί ουρλιάζει ~ |
    • σάλευε το πλήθος σαν τη θάλασσα που φουσκώνει, μα σάλευε τώρα... πιο ~ (Psichari) |
    • ο Mούρτζος γάβγιζε όχι ~, ένα γάβγισμα σα να 'τανε φωνή ανθρώπου (KPolitis) |
    • μιλάνε ~ άλλες βλοσυρές κι αδυνατισμένες φυσιογνωμίες (Roufos) |
    • poem και μου 'φυγες και μ' άφησες δίχως χαρά κ' ελπίδα | το πρόσωπο σκεπάζοντας να κλαίω ~ (Palam) |
    • οι κυκλώνες που φυσούν ~ (ChManettas)

[der of αγριεμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες