Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριελιά η [aγrielá] Ο24 : άγρια ποικιλία της ελιάς. || κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς.
[μσν. αγριελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀγριελαία κατά την εξέλ. αρχ. ἐλαία > ελιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριελιά [aγrieljá] η, (& αγριλιά & region. αγρελιά) bot
- ① oleaster, wild olive tree, Olea europaea silvestris (syn αγρίλι, αγριλίδα):
- πάνω στα πεύκα, που διαδέχθηκαν στην Άλτη τις αρχαίες αγριελιές, παίζει το φως (Ouranis) |
- poem γειρτή είμ' από το βοριά ~ και χιονοφορτωμένη (Papadiam) |
- η σάρκα η αργασμένη θα τον πάρη | της αγριλιάς τον κλώνο στον αγώνα (Palam) |
- στεφανωμένη μ' αγριλιάς κλαδί και μ' άγρια κρίνα (id.) |
- χλωρό στεφάνι αγριελιάς δε φόρεσα ποτέ μου (Malakasis)
- ② wood of the wild olive tree:
- ακουμπούσε το ψηλό του ανάστημα σε ραβδί από αγριλιά (Myriv)
- ③ region. the fruit of the wild olive
[fr MG ← K ἀγριελαία]
- ① oleaster, wild olive tree, Olea europaea silvestris (syn αγρίλι, αγριλίδα):