Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριαχλαδιά η [aγriaxlaδjá] Ο24 : ποικιλία άγριας αχλαδιάς· γκορτσιά.
[αγρι(ο)- + αχλαδιά (πρβ. ελνστ. ἀγριαχράς δες στο αχλαδιά)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριαχλαδιά [aγriaxla∂já] η, s. αγριαπιδιά 1
- :
- μου φέρνανε ρόιδια και γκόρτσα από τις αγριαχλαδιές (Kovvatzis)
[fr αγριαχλαδέα, cpd of αγρία αχλαδέα; -έα is dial and was prob MG]