Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αγριαίνω.
  • I. (Eνεργ.) ερεθίζω, εξοργίζω κάπ.:
    • τον θυμούμενον ο λόγος αγριαίνει (Σπαν. A 249).
  • II. (Mέσ.) (προκ. για τη θάλασσα) αγριεύω:
    • (Δούκ. 32523‑4).

[αρχ. αγριαίνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες