Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριάς η.
-
– Πβ. και αγριάδα.
- Tο φυτό άμπελος η αγρία:
- ει δε τις εγκεντρίσειε …, την αγριάδα τρέψειε … εις ημερίδα (Γλυκά, Aναγ. 96).
[μτγν. ουσ. αγριάς. Τ ‑άδα σήμ.]
- Tο φυτό άμπελος η αγρία:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριασμός ο.
-
- Aγριότητα:
- τον τσινισμόν, τον αγριασμόν όλον να τον αφήσεις (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 207).
[<αόρ. του αγριάζω + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aγριότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριαστοιβή s. αγριοστοιβή.