Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριάνθρωπος ο [aγriánθropos] Ο20α : 1.χαρακτηρισμός ανθρώπου: α. με τραχιά και άγρια όψη ή χαρακτηριστικά: Ύστερα από ένα μήνα χωρίς πλύσιμο, ξύρισμα και χτένισμα μεταβλήθηκε σε αγριάνθρωπο. β. που είναι βάρβαρος, αγροίκος, ακοινώνητος: Δεν μπορώ να συνεννοηθώ μ΄ αυτόν τον αγριάνθρωπο. 2. άνθρωπος που ζει απομονωμένος και μακριά από την οργανωμένη κοινωνία: Zει χωμένος μέσα στο δάσος σαν ~.
[μσν. αγριάνθρωπος < αγρι(ο)- + άνθρωπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριάνθρωπος ο· αγριάθρωπος.
-
- Πρωτόγονος, απολίτιστος άνθρωπος:
- τα φρύδια του τα μαλλιαρά εμοιάζαν αγριανθρώπου (Θησ. Δ´ [284]).
[μτγν. ουσ. αγριάνθρωπος. H λ. και σήμ.]
- Πρωτόγονος, απολίτιστος άνθρωπος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριάνθρωπος [aγriánθropos] ο,
- savage person, wild man, usu
- ① person w. a savage face:
- να ένας ~ μπήκε μέσα!
- ② uncultured, primitive or barbarous man (syn ακοινώνητος or δύστροπος άνθρωπος, μισάνθρωπος):
- αμόρφωτοι αγριάνθρωποι |
- οι συμφορές τον έκαμαν αγριάνθρωπο |
- αγριάνθρωποι με τράγινα μεριά και μυτερά αφτιά (Christomanos) |
- ο Kουτσογιάννης... ήταν ο ~ του χωριού (Christovasilis) |
- εκεί κάτω στον τόπο μας δεν είμαστε αγριάνθρωποι (Tsatsos) |
- άλλα πέφτουν λεία αγριανθρώπων, όπως άλλοτε τ' αμπάρια των πειρατικών καραβιών γιομίζαν από σωρούς παρθένες (Papatsonis) |
- σ' αυτούς τους αγριανθρώπους με παραδίνεις; (Venezis) |
- έτρεξε να με γλυτώση από τα χέρια του αγριάνθρωπου (Nakou)
[fr MG ← K ἀγριάνθρωπος, cpd of ἄγριος ἄνθρωπος]