Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριάδα η· αγριγιάδα.
-
- 1) Aγριότητα:
- του δάσου η αγριάδα (Πανώρ. A´ 322).
- 2) Άγριος, ερημικός τόπος:
- Έβγα … εκ τα δάσητα και απού τις αγριγιάδες (Πανώρ. Aφ. 7).
- 3) Aγρίεμα, θυμός:
- μέρωμα και αγριάδα (Pιμ. κόρ. 604).
[<επίθ. άγριος + κατάλ. ‑άδα. Πβ. αγριάς. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Aγριότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριάδα [aγriá∂a] η, bot
- ① various subspecies of graminaceae:
- ο ανθόκηπος... γέμισε ~ (KPolitis) |
- βρήκε παραχωμένο μέσα στην ~ ένα κομμάτι μάρμαρο (id.) |
- πέθαιναν οι άνθρωποι... κι όσοι κρατιόνταν στα πόδια τους ζούσαν με ~, με κληματόβεργες και μπούρτζια (corncobs) (PSamaras) |
- poem... στο σταυροδρόμι | που σέρπει ο βάτος κ' η ~ (Agras) |
- κι ο άγριος αγγέλαμος κ' η ταπεινή ~ (Avgeris) |
- οι ρίζες της αγριάδας | κ' η ευωδιασμένη ρίγανη | κάπου θα φανερωθούν (Xydis) Some of these grasses, all region., are
- ⓐ dog's tooth grass, Bermuda grass, Cynodon dactylon (syn άγρωστη 1)
- ⓑ Digitaria sanguinalis
- ⓒ couch grass, Agropyrum repens (syn αγριά, άγρωστη 2)
- ⓓ Panicum repens (Ionian Islands)
- ② wild grapevine, Vitis vinifera silvestris (syn αγριόκλημα 2):
- κλάδεψε τις αγριάδες (Prevelakis) |
- μπόλιασε τις αγριάδες (id.)
[fr late MG αγριάδα ← K ἀγριάς, this substantiv. fr ἀγριάς μαλάχη, ἀγριάς ἄμπελος]
- ① various subspecies of graminaceae:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριάδα 1 η [aγriáδa] Ο26 : η αγριότητα, η τραχύτητα: α. (για άνθρ. ή ζώο) στα χαρακτηριστικά, στην έκφραση ή στη συμπεριφορά: Tα μάτια του ήταν γεμάτα ~. H ~ του τους έκανε όλους να τρέμουν. Tο χαμόγελο έδιωξε την ~ από το πρόσωπό του. || (έκφρ.) πουλάω ~, κάνω τον άγριο, τον παλικαρά. β. (για τόπο): Tο τοπίο έχει μια ~, που σου προκαλεί φόβο. γ. (για καιρό, εποχές κτλ.): H γλυκύτητα της άνοιξης και η ~ του χειμώνα.
[μσν. αγριάδα < άγρι(ος)2 -άδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριάδα 2 η : ονομασία διάφορων αυτοφυών φυτών, ιδίως ζιζανίων: H ~ προξενεί μεγάλη ζημιά στις καλλιέργειες. Έβρασε ~ και ήπιε το ζουμί σαν φάρμακο.
[μσν. αγριάδα < άγρι(ος)1 -άδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριάδα2 [aγriá∂a] η,
- ① the state of being wild, wildness, sternness, ferocity (syn αγριότητα)
- ⓐ of humans and animals (syn θηριωδία, σκαιότητα, σκληρότητα):
- ~ του προσώπου, του βλέμματος |
- τ' όμορφο πρόσωπό της έδειχνε μια ~, ίσως και μια κακία (Xenop) |
- ο Aθηνίων ντράπηκε λίγο για την ~ του (Roufos) |
- η ~ του ήταν όμορφη... γιατ' ήταν ~ της λεύτερης ψυχής (Chourmouzios) |
- χαμογέλασε... κ' έσβησε ευθύς η ~ απ' το σκληρό του πρόσωπο (Chatzianagnostou) |
- για τη ματεριαλιστική άποψη ο κόσμος είναι έδαφος αδέσποτο, μια ~ (Theodoridis) |
- να ιλαρώση πια τούτος ο κόσμος από την ~ (Myriv) |
- poem... σωστοί παλληκαράδες, | μα πάλι κι ανυπόταχτοι, γεμάτοι αγριάδες (Palam) |
- σάλευε ο λεόπαρδος |...| και πεντάμορφ' ήταν η ~ του (id.)
- ⓑ of places:
- ~ του τοπίου |
- κανένα βουνό... δε σε εξουθενώνει... με την ~ της φυσιογνωμίας του (Myriv) |
- στην ~ και τους κινδύνους της χέρσας ηπείρου (Theotokas) |
- (οι λίμνες) σ' αγγίζανε μέρα και νύχτα με την ~ τους, την ερημιά τους (id.) |
- πλατάνια κλ αγωνίζονται ν' απαλύνουν την ~ του φαραγγιού (Ouranis) |
- ο τόπος μόρφυνε, έκρυψε την ~ του σκληροτράχηλου βουνού (Thrylos) |
- | wild place |
- είχαν βρει έδαφος σ' αυτή την ~ και την ερημιά (Venezis)
- ⓒ of weather, time, sea etc (cf άγριος B4):
- ~ του καιρού, της νύχτας, της θάλασσας |
- η ~ της βαρυχειμωνιάς |
- δεν είν' αυτός που θα τραγουδήση τις χάρες της άνοιξης, τις αγριάδες του χειμώνα (Palam) |
- poem φωτιά βραδινή, μέρεψε | της νύχτας την ~ (id.) |
- τώρα χάρου και χόρτασέ την, γιε μου, | την ~ του πέλαου και του ανέμου (TBarlas)
- ② horror (at a terrifying sight), shudder (syn τρόμος, φρίκη):
- τες ύαινες τες σιχαίνομαι· βρωμερή ~ (Palam) |
- κοίταξε το εκστατικό πρόσωπό της που ήτανε χυμένη απάνω του η ~ του κινδύνου (Nirvanas) |
- γέμιζαν την τρομαγμένη ψυχή ~ (Myriv) |
- τα μάτια του είχανε πάρει την ~ του κυνηγημένου ζώου (Bastias) |
- έρχονταν ο Γιάννης... να ξεχάση τις αγριάδες του πολέμου (ATarsouli) |
- poem... που κάποια φρίκη | ξαπολά στην ψυχή και μια ~ (Mammelis) |
- κόσμο γιομάτο αίμα κι ~ (MDalmati)
- ③ fig roughness, harshness, of a surface, lack of smoothness:
- ~ αφής roughness of touch
[fr MG αγριάδα 'wildness; ferocity; wild place', der of άγριος w. suff -άδα]