Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρεύω [aγrévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) αναζητώ επίμονα, επιδιώκω: Aγρεύει ψήφους.
[λόγ. < αρχ. ἀγρεύω `κυνηγώ ζώα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγρεύω,
- βλ. αγριεύω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρεύω [aγrévo]
- ① region. fish άγρεψαν ψάρια they caught fish
- ② fig solicit, fish for αγρεύει ψήφους he fishes for votes:
- εξακολουθεί να αγρεύη πιστούς |
- μας υπολείπεται πολλή και ωραία δουλειά, όσο ν' αγρεύσωμε το μεγαλείο (Papatsonis)
[fr MG αγρεύω ← K]