Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρανάπαυση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγρανάπαυση η [aγranápafsi] Ο33 : η τεχνική της σκόπιμης διακοπής της καλλιέργειας ενός αγρού επί ένα χρονικό διάστημα, ώστε να ανακτήσει την παραγωγική του δύναμη: Mε τη χρήση λιπασμάτων η ~ έχει περιοριστεί αρκετά. || το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται η καλλιέργεια.

[λόγ. αγρ(ός) + ανάπαυ(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγρανάπαυση [aγranápafsi] η, (L) agric
  • fallow
  • ① the state of laying fallow, of fields (syn region. ανάπαμα):
    • χωράφι σε ~ fallow |
    • το χωράφι είναι σε ~ the field lies fallow (syn μένει χέρσο)
  • ② the period of a field's lying fallow

[cpd of αγρός & ανάπαυσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες