Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγραμματοσύνη η [aγramatosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγράμματου, η αμάθεια, η ημιμάθεια: Xωρίς συστηματική γλωσσική διδασκαλία οδηγούμαστε στην ~. Δεν ντρέπεται καθόλου για την ~ του.
[λόγ. αγράμμα τ(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγραμματοσύνη [aγramatosíni] η, (sp. also αγραμματωσύνη)
- :
- η ~ είναι μάνα όλων των κακών |
- το πνεύμα... (του Mακρυγιάννη), όλο ~ και ηθική υγεία, πνέει ελεύθερα από την εσωτερικότητα του ανθρώπου (Theodorakop)
- ① lack of, or faulty, education, ill-training, ignorance (syn αμάθεια, ημιμάθεια, αμορφωσιά):
- πολλούς πτυχιούχους τους δέρνει ~ |
- ~ δέρνει τη νέα γενεά |
- (η Eλλάδα) είχε καταδικάσει... το λαό της στην ~ εξ αιτίας του στείρου σχολαστικισμού (Theotokas) |
- πρακτικό πνεύμα κι ~ άλλωστε δεν είναι έννοιες αναγκαστικά αλληλένδετες (Terzakis) |
- η ~ των αποφοίτων του ελληνικού σχολείου... είναι ένας από τους λόγους που προκάλεσαν τη στροφή προς τη δημοτική γλώσσα (Dimaras) |
- η ιθύνουσα τάξη επεξεργάστηκε την ίδια της την ~ (Christidis) |
- χωρίς συστηματική γλωσσική διδασκαλία καλλιεργούμε την ~, την ημιμάθεια, την πνευματική αναπηρία (APapageorgiou)
- ⓐ unskilfulness, inexperience (syn ατζαμοσύνη)
[der of αγράμματος]