Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρίως
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγρίως [aγríos] adv, (L)
  • wildly, savagely, fiercely:
    • τσακώθηκαν ~ they fought tooth and nail |
    • το ζήτημα συζητείται ~ the issue is fiercely debated |
    • φορολογούμαι ~ be taxed heavily, beyond a reasonable degree. Cf άγρια

[fr AG ἀγρίως 'savagely']

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριωσύνη s. αγριοσύνη.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες