Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρίωμα το [aγríoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) τόπος χέρσος και συνήθ. δύσβατος.
[αγριώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρίωμα [aγríoma] το, (& άγριωμα) region.
- field left untilled, grown w. wild herbs
[der of AG ἀγριῶ, MG & ModG αγριώνω; cf MG αγριωμός]