Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρίμι το [aγrími] Ο44 : 1.ονομασία των τετράποδων θηλαστικών ζώων που ζουν σε άγρια κατάσταση: Tα αγρίμια του βουνού και του δάσους. Tα πεινασμένα αγρίμια τριγύριζαν τη λεία. Tο κυνηγημένο ~ κρύφτηκε γρήγορα στη φωλιά του. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ακοινώνητο, δύστροπο ή ανυπότακτο, ατίθασο.
[μσν. αγρίμι(ν) < ελνστ. πληθ. τά ἀγριμαῖα `ζώα που αποτελούν αντικείμενο άγρας΄ (σύγκρ. ψοφίμι)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρίμι [aγrími] το,
- ① wild quadruped mammal, (wild) beast (syn αγριμικό):
- τ' αγρίμια του λόγγου forest beasts |
- τον έφαγαν τ' αγρίμια |
- είναι σα φοβισμένο ~ |
- καθόταν σαν κυνηγημένο ~ |
- σαν πεινασμένα αγρίμια τον τριγύρισαν αυτοί (Vlachogiannis) |
- χωρίς το παραμύθι δεν θα υπήρχε τίποτα... ~ μέσα στ' αγρίμια θ' απόμενε ο άνθρωπος, το πιο αξιοδάκρυτο απ' όλα (Melas) |
- κλείστηκε στον εαυτό του, ίδιο ~ που συμμαζώνεται μες στο λημέρι του (KPolitis) |
- folks. φεύγουνε σα λαφόπουλα, αγρίμια κυνηγημένα |
- θα πάρω κάμπον και βουνά τ' αγρίμια να ρωτήσω |
- poem ~, δύστυχη ψυχή, κ' έξω από τη μονιά σου (Malakasis) |
- μια ζεστασιά απλωμένη σαν προβιά | ήμερη σαν το κοιμισμένο ~ (Seferis)
- ⓐ synecd game, venison (syn κρέας αγριμιού)
- ② zoo wild goat, Capra aegagrus (syn αγριόγιδο, αγριοκάτσικο):
- ~ του βουνού |
- folks. αγρίμια κι αγριμάκια μου, λάφια μου μερωμένα (Crete)
- ③ fig rebellious or ill-natured person, rude and unsociable person, uncivilized individual (syn άγριος, ακοινώνητος, άξεστος, απολίτιστος άνθρωπος):
- ο γιος του είναι ~ |
- είναι ~, δε θέλει να ιδή άνθρωπο |
- το κοπάδι των αρσενικών αγριμιών (Myriv) |
- η Άρτεμη, καθώς ήταν σωστό ~ κ' έτρεχε όλη μέρα στα κατσάβραχα... αποκοιμιόταν εύκολα (Venezis) |
- poem τι πουλάει το ~ να ρωτήσω δεν προφτάνω (Karyotakis) [fr late MG αγρίμιν ← αγρίμαιον (through pl [aγrímja] ←
[aγrímea]), K ἀγριμαῖος]
- ① wild quadruped mammal, (wild) beast (syn αγριμικό):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριμικό το.
-
- Άγριο ζώο:
- σαν αγριμικό σκιαζάρικο εφοβόσουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [77]).
[ουδ. του επιθ. αγριμικός (ΙΛ) ως ουσ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Άγριο ζώο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριμικό [aγrimikó] το, region.
- wild quadruped mammal, wild beast (syn αγρίμι 1)
[fr late MG αγριμικόν, n of MG & dial ModG αγριμικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγρίμιν το· αγρίμι.
-
- 1) Άγριο ζώο, θηρίο:
- αγρίμι κακό τον έφαγεν (Πεντ. Γέν. XXXVII 20).
- 2) Aίγαγρος:
- η αίγα, το αγρίμιν (Διήγ. παιδ. 1045).
[<ουδ. του μτγν. επιθ. αγριμαίος (Θαβώρης 1969: 56-7). Ο τ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1) Άγριο ζώο, θηρίο: