Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρίλι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγρίλι [aγríli] το, (& αγρέλι) region.
  • wild olive tree (syn in αγριελιά 1):
    • poem να με αφήσετε, Eλλανοδίκες, | και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία | κορμιά, που για το ~ του Hρακλέα | παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες (Mavilis) |
    • αλλ' αν ήτανε πλούσιος, στεφάνι χρυσό | θα τους έδινε κι όχι απ' ~ (Stavrou Ar)

[fr *αγριέλι, der of K ἀγριέλαιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριλιά s. αγριελιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγρίλιαστος1, -η, -ο [aγríljastοs]
  • not provided w. shutters, of windows

[cpd w. γριλιαστός 'made w. shutters', der of γριλιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγρίλιαστος2, -η, -ο [aγríljastοs]
  • not grilled, not broiled:
    • αγρίλιαστο κρέας

[cpd w. γριλιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριλίδα [aγrilí∂a] η, region.
  • wild olive tree (syn in αγριελιά 1):
    • μελίσσια που 'ρθαν και σταφυλιάσαν στην ~ της αυλής (Prevelakis) |
    • βίτσα από λυγαριά ή ~ (id.) |
    • poem κ' ήθελε απ' ~ | να 'ναι χυτές οι ζεύλες του (Valaor) |
    • να, η ~ ξεπηδάει | κλαδιά για όλες τις άγνωρες | και τις μεγάλες νίκες! (Sikel)

[fr αγριελίδα, der of K ἀγριέλαιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριλίκι [aγrilíci] το, region.
  • pre-wedding gift of the bridegroom to the bride, esp when he is a widower and she a virgin

[fr Turk agirlik 'present in money, jewelry, clothes etc presented to the bride by the bridegroom']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες