Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγρίεμα το [aγríema] Ο49 : 1.η ενέργεια του αγριεύω, η φοβέρα, ο εκφοβισμός: Tο παιδί δε θέλει ~. 2. η άγρια έκφραση, όψη του προσώπου, η βλοσυρότητα. 3. το αίσθημα φόβου που προκαλείται από το σκοτάδι, την ερημιά κτλ. 4. (για καιρικά φαινόμενα) η αλλαγή προς το χειρότερο, η επιδείνωση: Tο ~ του καιρού / της θάλασσας.
[αγριεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγρίεμα [aγríema] το, (& άγριεμα)
- ① fierce, stern, sullen look, fierce expression of one's face, ferocity (syn άγρια έκφραση, αγριότητα, βλοσυρότητα, εξαγρίωση):
- το παιδί δε θέλει ~ the child should not be handled in a fierce way |
- κακό το ~ της γάτας |
- αυτό το ~, που του έδειχνε η Eυγενούλα, της ταίριαζε (Xenop) |
- με το αγρίεμά του ο Mπερκούτης πραγματικά είχε καταφέρει να επιβληθή (Terzakis) |
- poem γοργόνων αγριέματα και δράκων (Palam) |
- οι πόλεις... βλέποντας | τέτοιο ~ μεταξύ σας, τέτοιο τρίξιμο δοντιών, | εναντίον της πάνε (Stavrou Ar)
- ② frightening, fright (syn αγριεμός):
- στα ερημοτόπια η νύχτα φέρνει ~
- ③ fig turn to violence, turbulence, worsening, of weather:
- το ~ του καιρού έφερε ~ της θάλασσας
[der of αγριεύω, as is αγριεμός]
- ① fierce, stern, sullen look, fierce expression of one's face, ferocity (syn άγρια έκφραση, αγριότητα, βλοσυρότητα, εξαγρίωση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριεμάρα [aγriemára] η,
- ferociousness (syn in αγρίεμα 1):
- έκανε τη δική του, χωριστή ζωή..., κλεισμένος πάντοτε στην ~ του, λιγομίλητος, μουτρωμένος (Terzakis)
[der of αγριεμός w. suff -άρα]
- ferociousness (syn in αγρίεμα 1):