Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγουστιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγουστιά η [aγustxá] Ο24 : η έλλειψη γούστου, η κακογουστιά.

[άγου στ(ος) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγουστιά [aγustjá] η,
  • lack of taste (for fine things, art etc), tastelessness:
    • δεν έχουν αίσθηση του καλού και του κομψού. Mόλις ξέφυγαν από τον άξεστο σπαρτιατισμό, έπεσαν κατευθεία στη νεοπλουτική πολυτέλεια και την ~ (Roufos)

[der of άγουστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες