Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγουρόλαδο το [aγurólaδo] Ο41 : το αγουρέλαιο.
[αγουρο- + λάδ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουρόλαδο [aγuróla∂o] το,
- ① oil fr unripe olives, green oil:
- έβγαλε ωραίο ~ |
- κι αυτή τη στάχτη ανακάτωσέ τη με χώμα... κι ~ (Palam)
- ② oil extracted fr the first pressing (without using hot water in the process) (syn αθέρμιστο λάδι, Crete άγουρο λάδι)
[cpd w. λάδι]
- ① oil fr unripe olives, green oil: