Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουροξύπνημα [aγuroksípnima] το,
- ① premature awakening (fr sleep) (syn πρόωρο ξύπνημα, ξύπνημα πριν της ώρας)
- ② fig premature development of sexual drive or of intellectual powers
[der of αγουροξυπνώ]