Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουροξυπνώ [aγuroksipnó] (& αγουροξυπνάω) aor αγουροξύπνησα, ppp αγουροξυπνημένος
- ① intr awake prematurely:
- όταν αγουροξυπνήσω, δε μπορώ πια να κοιμηθώ |
- είναι άκεφος, γιατί αγουροξύπνησε |
- το μωρό αγουροξυπνά και κλαίει |
- κάνει πως ρουχαλίζει ακόμα και κατόπι πως αγουροξύπνησε (Myriv) |
- folks. κ' η κόρη αγουροξύπνησε και τα μαλλιά της πιάνει
- ⓐ fig develop prematurely or feel the sexual drive prematurely
- ② trans awaken prematurely:
- αγουροξύπνησες το μωρό |
- αχάραγο ακόμα ήρθε και μ' αγουροξύπνησε ο καπετάν Mιχάλης (KPasagiannis) |
- folks. απόψ' αποκοιμήθηκα σε μιαν κορφήν απάνω | κ' ήρθε τ' αηδόνι της κορφής κι αγουροξύπνησέ με
[cpd of adv άγουρα & ξυπνώ]
- ① intr awake prematurely: