Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγουροξυπνημένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγουροξυπνημένος -η -ο [aγuroksipniménos] Ε3 : που ξύπνησε ή που τον ξύπνησαν πρόωρα, χωρίς να έχει κοιμηθεί αρκετά: Εμφανίστηκε στη δουλειά ~ και κακόκεφος. Xασμουριόταν ~.

[αγουρο- + ξυπνημένος μππ. του ξυπνώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγουροξυπνημένος, -η, -ο [aγuroksipniménos]
  • awakened prematurely:
    • αγουροξυπνημένο παιδί |
    • οι γειτόνισσες βγήκαν αγουροξυπνημένες από το θόρυβο |
    • σαν ~ με κομμένα μάτια χαιρέτησε (Xenop) |
    • ένα μικροσκοπικό πουλάκι αγουροξυπνημένο (Myriv) |
    • οι ναύτες του πετάγονταν αγουροξυπνημένοι (Roufos) |
    • ~ και άθυμος σέρνεις τα οικιακά παντουφλάκια (Palaiologos) |
    • μας δέχεται σαν αγουροξυπνημέν' η Παροικιά μες στ' άσπρα της σεντόνια (Tarsouli) |
    • poem αγουροξυπνημένες, με τα ξέπλεκα | μαλλιά τους, κορασιές τρέχουν κι ανοίγουν (Skipis)

[ppp of αγουροξυπνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες