Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουροθερίζω [aγuroθerízo] ppp αγουροθερισμένος
- reap grains prematurely (near-syn χλωροθερίζω)
- ⓐ fig inflict death on s.o., take away, of a man prematurely dying:
- folks. και μες στον κάλλιο σου καιρό σ' αγουροθέρισ' ο Θεός |
- | folks. σταράκι μου Aλεξανδριανό κι αγουροθερισμένο, που σ' αγουροθερίσανε του χάρου οι θεριστάδες
[cpd w. θερίζω]