Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγουρίδα η [aγuríδa] Ο26 : το άγουρο σταφύλι: Έφαγε αγουρίδες και πόνεσε η κοιλιά του. ΠAΡ Aγάλι* αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι. || (επέκτ.) κάθε άγουρος καρπός.
[μσν. αγουρίδα < άγουρ(ος) -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγουρίδα η· αγγουρίδα· αγουρίς, (Παράφρ. Xων. 304).
-
- Άγουρος καρπός αμπέλου:
- (Eρωτοπ. 185).
[<επίθ. άγουρος + κατάλ. ‑ίδα. O τ. αγγ‑ στο Meursius (αγκ‑) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Άγουρος καρπός αμπέλου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγουρίδα [aγurí∂a] η,
- ① unripe and sour grape:
- μην τρώτε τις αγουρίδες |
- prov αγάλι-αγάλια γίνεται η ~ μέλι every work takes time to be achieved, or, for successful work, labor, time and patience are required |
- να προσφέρης... κίβδηλες λατρείες... είναι σα να δίνης στον πλησίο σου ~ αντί σταφύλι (Papatsonis)
- ⓐ region. the juice of unripe grapes:
- έκαμα αβγολέμονο με ~
- ② region. any unripe fruit [fr MG αγουρίδα ← MG (& dial ModG) αγωρίδα ← K *àωρίς; cf ôγωρος inscr. (& dial ModG [áγoros]) ← K, AG ôωρος (dial ModG
[áoros])]
- ① unripe and sour grape: