Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγοροκόριτσο το [aγorokóritso] Ο41 : κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού. || ζωηρό, ατίθασο κορίτσι.
[αγόρ(ι) -ο- + κορίτσ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγοροκόριτσο [aγorokóritso] το,
- tomboy, romp (syn αγορίνα):
- η Iωάννα της, ~,... μας κάνει να ξεχάσουμε πως είναι ωστόσο κ' ένα κοριτσόπουλο (Terzakis) |
- poem πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα (Elytis) (cf αγριοκόριτσο)
- ⓐ boisterous, ill-bred, rude, ill-mannered girl, hoyden (syn ανάγωγο, κακοαναθρεμμένο κορίτσι)
[cpd of αγόρι & κορίτσι]
- tomboy, romp (syn αγορίνα):