Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγορητής ο [aγoritís] Ο7 θηλ. αγορήτρια [aγorítria] Ο27 : (λόγ.) αυτός που εκφωνεί λόγο σε δημόσια συγκέντρωση· ρήτορας: Aνέβηκε στο βήμα του αγορητή για να μιλήσει. Ειδικός ~ στη Bουλή, βουλευτής που ορίζεται από το κόμμα του για να αναπτύξει ένα συγκεκριμένο θέμα.
[λόγ. < αρχ. ἀγορητής· λόγ. αγορη(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορητής [aγoritís] ο, (L)
- orator, public speaker, lecturer (syn ομιλητής, ρήτορας):
- ακούστηκεν από το ίδιο βήμα τούτο φωνή αγορητών εξαίρετα προικισμένων για την εκπλήρωση ευχής καθώς αυτή (Palam) |
- κάποια μέθοδος υπάρχει στην ομιλία των αγορητών (Papanoutsos) |
- ν' ανέβη... στο βάθρο του αγορητή, για να εκφωνήση πολιτικό λόγο (Palaiologos)
[fr kath ← AG ἀγορητής]
- orator, public speaker, lecturer (syn ομιλητής, ρήτορας):