Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγορεύω [aγorévo] Ρ5.1α : εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση ή ειδικότερα στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ στη Bουλή / στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας αγόρευε για πολλή ώρα. || (ειρ.) μιλώ με στόμφο και με χειρονομίες: Bρήκε πάλι ακροατήριο και άρχισε να αγορεύει.
[λόγ. < αρχ. ἀγορεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορεύω [aγorévo] aor αγόρευσα (L)
- deliver a speech in public, orate, perorate, harangue (syn δημηγορώ, ρητορεύω, βγάζω λόγο, L εκφωνώ λόγο):
- να βάλη ρήτορες δημεγέρτες ν' αγορεύουν (Melas) |
- αγόρευε για τη Mάλτα ασυγκράτητος (Theotokas) |
- όποιος έχει αγορεύσει στη γλώσσα μας έχει δοκιμάσει και τις αδυναμίες της δημοτικής σε αυτό το πεδίο (Tsatsos)
[fr kath ← K, AG]
- deliver a speech in public, orate, perorate, harangue (syn δημηγορώ, ρητορεύω, βγάζω λόγο, L εκφωνώ λόγο):