Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραφοβικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραφοβικός -ή -ό [aγorafovikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αγοραφοβία: Aγοραφοβικό σύνδρομο / άγχος. || (ως ουσ.) ο αγοραφοβικός, αυτός που πάσχει από αγοραφοβία: Οι αγοραφοβικοί αποφεύγουν τους δημόσιους χώρους.

[λόγ. < αγγλ. agoraphobic < agorapho b(ia) = αγοραφοβ(ία) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες