Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραφοβία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραφοβία η [aγorafovía] Ο25α : (ιατρ.) ψυχοπαθολογικός φόβος που προκαλούν σε ορισμένα άτομα οι συγκεντρώσεις πλήθους και γενικά οι δημόσιοι χώροι: Πάσχει από ~ και κλείνεται στο σπίτι του.

[λόγ. < γερμ. Agoraphobie ή μέσω του γαλλ. agoraphobie < agora- = αγορα- + -phobie = -φοβία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραφοβία [aγorafovía] η, med
  • agoraphobia:
    • απλές νευρικές υπερδιεγέρσεις, ~ και νευρασθένεια (Louros) |
    • είχε περιπέσει σε νοσηρή μελαγχολία και ~ (Theotokas) |
    • μιαν ατμόσφαιρα... αγοραφοβίας που με κάνει να κλείνωμαι στο σπίτι μου (KPolitis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες