Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραστός -ή -ό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αγοραστός, επίθ.
  • Που αποκτήθηκε με αγορά, αγορασμένος:
    • αγοραστά … φαητά (Pοδολ. Δ´ 44
    • Aγοραστός δούλος (Πιστ. βοσκ. II 3, 58).

[μτγν. επίθ. αγοραστός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραστός -ή -ό [aγorastós] Ε1 : που τον αποκτά κανείς με αγορά, έναντι χρημάτων· αγορασμένος: Tο σπιτίσιο ψωμί είναι πιο νόστιμο απ΄ το αγοραστό.

[ελνστ. ἀγοραστός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραστός, -ή, -ό [aγorastós]
  • purchasable, bought (syn αγορασμένος 1):
    • το ψωμί στις πόλεις είναι αγοραστό |
    • το σπίτι το έχω αγοραστό, δεν το κληρονόμησα |
    • αγοραστό λάδι |
    • prov phr αγοραστό στάρι, λιμαχτικό ψωμί if the farmer has to buy grain his family necessarily suffers fr malnutrition |
    • κάλτσες αγοραστές |
    • poem πο 'χει παράσημα πολλά, | με κάθε μέσο αγοραστά (Markoras)
  • ⓐ of short duration, little:
    • folks. πο 'χω τον ύπν' αγοραστό και βαρυπλερωμένο

[fr MG αγοραστός ← K]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγόραστος, -η, -ο [aγórastos]
  • not purchased, unbought:
    • τη βαλίτσα την έχω αγόραστη ακόμα
  • ⓐ not able to be bought:
    • το λάδι είναι αγόραστο εκεί που έφτασε η τιμή του

[fr αγοραστός by accent shift accounting for the negative as if α- were privat.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες