Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγοραστικός -ή -ό [aγorastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αγορά και την πώληση: Aγοραστική αξία του χρήματος / του νομίσματος. Aγοραστική ικανότητα / δύναμη* των εργαζομένων. Aγοραστικό κοινό. H δραχμή έχασε την παλιά αγοραστική της δύναμη.
[λόγ. < αρχ. ἀγοραστικός `εμπορικός΄ κατά τη σημ. του αγοράζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγοραστικός, -ή, -ό [aγorastikós]
- deriving fr buying, of purchasing, of spending:
- αγοραστική ικανότητα spending capacity |
- αγοραστική δύναμη purchasing power |
- αγοραστικό κοινό purchasing public |
- αγοραστική αξία purchase value |
- η αγοραστική αξία της δραχμής είναι μικρή |
- αγοραστική αξία του νομίσματος the exchange value of the currency in the market |
- τα λεφτά μας έχουν ελάχιστη αγοραστική αξία
[fr kath ← K, der of ἀγοραστής]
- deriving fr buying, of purchasing, of spending: