Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραστής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραστής ο [aγorastís] Ο7 θηλ. αγοράστρια [aγorástria] Ο27 : αυτός που αγόρασε ή που ενδιαφέρεται να αγοράσει κτ. ANT πωλητής: Συμβόλαιο / συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Tο βιβλίο αυτό μάταια περιμένει αγοραστή. Δε φάνηκε ακόμα κανένας ~ για το σπίτι.

[ελνστ. ἀγοραστής, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος με τα ψώνια΄· λόγ. αγορα σ(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
αγοραστής ο.
  • Αγοραστής:
    • (Νομοκριτ. 82).

[αρχ. ουσ. αγοραστής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραστής [aγorastís] ο,
  • buyer, purchaser, shopper (syn ψωνιστής, ant πουλητής):
    • το βιβλίο αυτό μάταια περιμένει αγοραστή |
    • δε βρίσκω αγοραστή για να πουλήσω το μαγαζί |
    • ~ αξιών investor in stocks |
    • όλοι πουλητές είμαστε, ~ κανείς
  • ⓐ customer (syn πελάτης)

[fr K ἀγοραστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες