Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγοραπωλησία η [aγorapolisía] & αγοροπωλησία η [aγoropolisía] Ο25 : 1.η πράξη της αγοράς και της πώλησης αγαθών: Aσχολείται με την ~ αυτοκινήτων. Οι αγοραπωλησίες ακινήτων γίνονται πάντα με συμβόλαια. 2. (μτφ.) συμφωνία που γίνεται ύστερα από διαπραγματεύσεις χωρίς αρχές και ηθικούς κανόνες· συναλλαγή: Tα δημόσια αξιώματα δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας.
[λόγ. αγορα- + πώλησ(ις) -ία (μορφολ. σφαλερός σχηματισμός αντί αγοραπώλησις) μτφρδ. γαλλ. achat et vente· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγοραπωλησία [aγorapolisía] η, (& αγοροπωλησία)
- transaction of sale and purchase, buying and selling, trade, traffic (syn αγορά 5, [εμπορική] συναλλαγή, δοσοληψίες):
- ~ τοις μετρητοίς trade on cash |
- συμβόλαιο αγοραπωλησίας deed of purchase |
- αγοραπωλησίες business (transactions) |
- όπου ν' αγγίξωμε, θα συναντήσωμε τα γνώριμα συμπτώματα:... όλα να μπορούν να γίνουν αντικείμενα αγοραπωλησίας (Papanoutsos)
[fr kath ← cpd of αγορά & πώλησις]
- transaction of sale and purchase, buying and selling, trade, traffic (syn αγορά 5, [εμπορική] συναλλαγή, δοσοληψίες):