Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγορανομία η [aγoranomía] Ο25 : 1.δημόσια υπηρεσία που εποπτεύει και ελέγχει τις τιμές, τα είδη και γενικότερα την ομαλή λειτουργία της αγοράς: Έλεγχος / έφοδος της αγορανομίας. 2. το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τις αγοραπωλησίες.
[λόγ. < αρχ. ἀγορανομία `η υπηρεσία του αγορανόμου2΄, κατά τη σημ. του αγορανόμος1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορανομία [aγoranomía] η, (L)
- market inspection police
[fr K, AG ἀγορανομία]