Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραίο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραίο [aγoréo] το,
  • vulgarity:
    • μέσα από την επαφή με τη ζωή (μπορούσε) να ξεχυθή στην λογοτεχνία η αίσθηση του ταπεινού και του αγοραίου (Dimaras).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγοραίος -α -ο [aγoréos] Ε4 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αγο ρά: Aγοραία αξία / τιμή των εμπορευμάτων, που επικρατεί στην αγορά. || ~ έρωτας, η πορνεία. Γυναίκες του αγοραίου έρωτα, οι πόρνες. || (ως ουσ.) το αγοραίο, όχημα, κυρίως ταξί, που μισθώνεται με ιδιαίτερη συμφωνία για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων (ιδ. στην ύπαιθρο). 2. (μτφ.) πολύ χαμηλής ποιότητας, χυδαίος: Aγοραίοι τρόποι. Aγοραία συμπεριφορά. ~ ρητορισμός, φτηνός. αγοραία ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀγοραῖος· 1: σημδ. γαλλ. de marché & αγγλ. market-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραίος1 [aγoréos] ο,
  • ① man of the market place (syn άνθρωπος της αγοράς)
  • ② common, vulgar (syn αγενής, πρόστυχος, χυδαίος):
    • έχει αγοραίους τρόπους, αγοραία διαγωγή |
    • αγοραία γούστα |
    • ~ υβριστής |
    • ~ υβριστικός τόνος |
    • ~ ρητορισμός |
    • αγοραίο κουβεντολόι (Ploritis) |
    • αγοραία εθνικοφροσύνη |
    • αγοραία συνθήματα |
    • αγοραία γλώσσα (syn χυδαία γλώσσα) λαλιά, λέξη |
    • ο Παλαμάς προσπαθεί... να μεταρσιώση την αγοραία λαλιά (Dimaras) |
    • (η μικρόψυχη χαρά και η εξευτελιστική λύπη)... παρουσιάζονται μέσα στην αγοραία πεζότητα της ζωής (Papanoutsos) |
    • ο χαρακτηρισμός (sc "φακίρης") δεν είχε πια αποκτήσει αγοραία σημασία (Panagiotop) |
    • poem είναι γελοίος | ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή (Kavafis)
  • ③ (L) rare of public function:
    • στον Aττικό βωμό του αγοραίου Δία (Papatsonis) |
    • χάρη στις προσπάθειές τους... τις παρασκηνιακές, αλλά και τις αγοραίες από το βήμα των Hνωμένων Eθνών (Christidis)

[fr kath ← K, AG ἀγοραῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγοραίος2, -α, -ο [aγoréos] (L)
  • ① of the market, of purchase, marketable (syn της αγοράς):
    • αγοραία τιμή (αξία πράγματος) purchase price, (value) of an object (syn τιμή, αξία αγοράς) |
    • αγοραίο είδος marketable commodity
  • ② of the market place, commercial:
    • ~ ρήτορας |
    • ~ έρωτας, αγοραία γυναίκα |
    • ~ ρεαλισμός |
    • αγοραίο αυτοκίνητο, αμάξι cab; also as noun το αγοραίο cab (unmetered taxi) |
    • μακριά από κάθε τύρβη αγοραία (Palam) |
    • να περάσω... σ' έναν αγοραίο δρόμο που βρώμαγε μούργες και τυριά (Terzakis) |
    • για να μην υποκύψη στις αγοραίες συμβάσεις (Panagiotop).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες