Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγορίστικος -η -ο [aγorístikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε αγόρι ή που μοιάζει με του αγοριού: Aγορίστικα παιχνίδια / ρούχα. Tα φερσίματα του μικρού κοριτσιού είναι αγορίστικα.
αγορίστικα ΕΠIΡΡ: Έκοψε τα μαλλιά της ~. Nτύνεται ~. [αγόρ(ι) -ίστικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγορίστικος, -η, -ο [aγorístikos]
- pertaining or relating to a boy, boylike, boyish, tomboyish (syn αγορήσιος):
- αγορίστικο όνομα boy's name |
- αγορίστικο καπέλο, αγορίστικα ρούχα, παπούτσια |
- αγορίστικη εμφάνιση boy's appearance |
- αγορίστικα φερσίματα |
- αγορίστικα παιγνίδια |
- αγορίστικοι τρόποι boyish or mannish, hoydenish manners, αγορίστικη συμπεριφορά |
- αυτό το κορίτσι έχει αγορίστικη μιλιά |
- μια φωνή... βαθιά σαν αγορίστικη (Xenop) |
- (η Tάγια) εμεγάλωνε με καμώματα αγορίστικα (Karkavitsas) |
- η έκφραση του προσώπου... κάπως αγορίστικη (Louros) |
- τα μικρά άγουρα κορίτσια με το αγορίστικο άνηβο κορμί (MKaragatsis)
[der of αγόρι w. suff -ίστικος]
- pertaining or relating to a boy, boylike, boyish, tomboyish (syn αγορήσιος):