Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγοράζω [aγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποκτώ, προμηθεύομαι κτ. έναντι χρημάτων: ~ τρόφιμα / ρούχα / ποτά, ψωνίζω. ~ σπίτι / οικόπεδο / αυτοκίνητο. ~ χοντρικώς / λιανικώς / με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς* / με έκπτωση. ~ κτ. φτηνά / ακριβά / μισοτιμής. Tης αγόρασε ένα ακριβό κόσμημα και της το ΄κανε δώρο. Θα μου αγοράσεις το τρενάκι; ΦΡ ~ γουρούνι στο σακί*. (λόγ.) αγρόν* ηγόρασε. 2. έναντι ανταλλάγματος, κυρίως χρηματικού: α. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· εξαγοράζω· (πρβ. δωροδοκώ): Προσπάθησε να αγοράσει το δικαστή / το μάρτυρα / το διαιτητή. β. αποκτώ κτ., εξαγοράζω: H φιλία / η αγάπη / η εμπιστοσύνη δεν αγοράζεται. || Tον αγόρασε με τα λεφτά της, τον παντρεύτηκε δίνοντάς του πολλά λεφτά, μεγάλη προίκα. 3. (μτφ.) προσπαθώ να καταλάβω, να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, προθέσεις ή σκοπούς κάποιου, τον ψαρεύω: Ήρθε να με αγοράσει αλλά δεν του είπα λέξη. ~ γνώμες / λόγια, τα ακούω προσεκτικά για να τα χρησιμοποιήσω. ΦΡ λίγα πουλά και πολλά αγοράζει, μιλάει λίγο ενώ ακούει προσεκτικά τους άλλους. σε πουλάει και σ΄ αγοράζει, για πανέξυπνο ή πολύ πονηρό άτομο, που πείθει ή που εξαπατά εύκολα τους άλλους.
[αρχ. ἀγοράζω (αρχική σημ.: `συχνάζω στην αγορά4΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγοράζω· παρατ. εγόραζα· αόρ. εγόρασα.
-
- 1) Aγοράζω κ. (μεταφ.):
- (Δεφ., Λόγ. 293).
- 2) Aποκτώ:
- εγόρασα ανήρ με τον Kύριο (Πεντ. Γέν. IV 1).
- H μτχ. παρκ. αγορασμένος ως επίθ. = (προκ. για δούλο) που αποκτήθηκε με αγορά, αγοραστός:
- (Kατζ. Γ´ 350).
[αρχ. αγοράζω. H λ. και σήμ.]
- 1) Aγοράζω κ. (μεταφ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγοράζω [aγorázo] aor αγόρασα, pass αγοράστηκα, ppp αγορασμένος
- ① procure for a price, to purchase, buy:
- ~ τοις μετρητοίς buy for cash |
- ~ με πίστωση (L επί πιστώσει) buy on credit |
- τον πουλάει και τον αγοράζει he handles him cleverly, as he pleases |
- αγοράζει γουρούνι στο σακκί buys without inquiry and is deceived, buys a pig in a poke |
- prov phr ευχή γονιού αγόραζε και στο βουνό ανέβα w. their parents' blessing children succeed in life |
- εγώ στραβώνω και πουλώ και συ βλέπε κι αγόραζε the purchaser should be on guard not to be deceived by the vendor who looks after his own interests, caveat emptor |
- idiom phr αγρόν ηγόρασε (L) didn't care (syn δεν τον νοιάζει)
- ② fig listen intently, accept as true:
- αγοράζει και δεν πουλάει listens and doesn't reveal his ideas, opinion, or feelings |
- ν' αγοράζης και να μην πουλάς listen and don't talk
- ⓐ try to learn s.o.'s unexpressed thinking, sound out, diagnose (syn βολιδοσκοπώ, ψαρεύω):
- ~ λόγια I listen in silence to what is said (syn παίρνω λόγια)
- ③ fig buy over, bribe (syn δωροδοκώ, εξαγοράζω):
- τον αγόρασε το άλλο κόμμα |
- δεν αγοράζεται he is unbribable
[fr MG αγοράζω ← K, AG]
- ① procure for a price, to purchase, buy: