Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγονία [aγonía] η,
- barrenness, infertility, unproductiveness (syn ακαρπία, αφορία)
- ⓐ med sterility (of the female):
- καλύπτει... τη γονιμότητα με την ~ (Theodorakop)
[fr MG αγονία ← K, AG]