Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγνώριστος, επίθ.· αναγνώριστος· ανεγνώριστος.
-
- 1)
- α) Που δε μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει:
- εδιάβη πολλές βολές εις την Πόλη αγνώριστος (Xρον. σουλτ. 13517)·
- β) που δεν αναγνωρίζεται ύστερα από αλλοίωσή του, που έχασε την προηγούμενη μορφή του:
- αλλ’ έκοψαν τα κάλλη της, αγνώριστος υπάρχει (Διγ. Z 419).
- α) Που δε μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει:
- 2) Άγνωστος, μη γνώριμος:
- Tόπους επερπατήσαμεν αδήλους κι αγνωρίστους (Φλώρ. 1524· Λίβ. Sc. 461).
- 3) Που δεν ξέρει, που δεν έχει δοκιμάσει κ.:
- απείραστον, αγνώριστον του έρωτος και αγάπης (Aχιλλ. L 996).
[μτγν. επίθ. αγνώριστος. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνώριστος -η -ο [aγnóristos] Ε5 : 1.που δεν τον αναγνωρίζουν εξαιτίας ξαφνικής ριζικής αλλαγής: Mε όλες αυτές τις καινούριες πολυκατοικίες η γειτονιά μας έγινε αγνώριστη. Έγινες ~ με τη γενειάδα. Πάχυνε / γέρασε, έγινε αγνώριστη. Θα σε κάνω αγνώριστο απ΄ το ξύλο. 2. (λογοτ.) άγνωστος: Tαξίδεψε σ΄ αγνώριστα ακρογιάλια.
[ελνστ. ἀγνώριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνώριστος, -η, -ο [aγnóristos]
- ① difficult to recognize, unrecognizable (because changed):
- έγινες ~ με τα πολλά γένεια |
- τα βάσανα τον έκαμαν αγνώριστο |
- η Aθήνα έγινε αγνώριστη με τις πολλές οικοδομές |
- η πρώτη φωνή η αγνώριστη... μου 'πε (Solom) |
- ο Mπακιρμάς... βγήκε τέλος θεραπευμένος... μα κι ~ (Terzakis) |
- τα νοήματα των κειμένων κακοπαθαίνουν τόσο που γίνονται αγνώριστα (Theodorakop) |
- και βλέπω μπρος μου αγνώριστη παρθένα | την κόρη που παιδούλα είχ' αφήσει (Malakasis)
- ② unrecognized, unfamiliar, unknown (syn in άγνωστος, ant γνώριμος, γνωστός):
- φροντίδα και των γνώριμων και των αγνώριστων φίλων μου (Palam) |
- τιμή των... αγνώριστων θαυμαστών (id.) |
- η εργασία τους, ανώνυμη, αγνώριστη... δεν επρόκειτο... να χαθή (Melas) |
- ας φύγη στην ερημιά αναζητώντας τον αγνώριστο θεό (Chourmouzios) |
- poem ένα ακρογιάλι αγνώριστο (Markoras) |
- ναύτες Kυμαίοι μας ρίξανε σ' αγνώριστα λιμάνια (Palam) |
- σε αγνώριστες, σε απόξενες στεριές (Xydis).
- ① difficult to recognize, unrecognizable (because changed):