Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνώμων -ων -ον [aγnómon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που είναι αχάριστος προς ευεργέτη ή ευεργεσία. ANT ευγνώμων: Είναι ~ προς τον πατέρα του. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἀγνώμων `χωρίς σωστή κρίση, σκληρόκαρδος΄ κατά τη σημ. του αντ. ευγνώμονας και σημδ. γαλλ. ingrat]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνώμων, -ων, -ον [aγnómon] (L) (& D αγνώμονας, -η)
- ungrateful, unappreciative, unthankful (syn αχάριστος, ant ευγνώμων):
- ~ προς τον πατέρα του |
- η αγνώμονη πολιτεία |
- θα 'ριχνα την πέτρα του αναθέματος στον αγνώμονα τούτο και απρεπή τόπο του φανατισμένου... παραλογισμού (Papatsonis)
[fr K, AG ἀγνώμων]
- ungrateful, unappreciative, unthankful (syn αχάριστος, ant ευγνώμων):