Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνώμονας [aγnómonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : αγνώμων. ANT ευγνώμονας: ~ άνθρωπος, δεν αναγνωρίζει τις ευεργεσίες. Aγνώμονη πολιτεία. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἀγνώμων, αιτ. -ονα (δες αγνώμων)]