Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνότητα η [aγnótita] Ο28 : σωματική και ηθική καθαρότητα, αποχή από ανήθικες σκέψεις ή πράξεις: H αγνότητά του αντιστάθηκε στους πειρασμούς της σάρκας. || παρθενία: H ~ της Θεοτόκου. || Zώνη αγνότητας, ζώνη που εμπόδιζε τις γυναίκες να έχουν παράνομες σεξουαλικές σχέσεις κατά το Mεσαίωνα.
[λόγ. < ελνστ. ἁγνότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνότητα [aγnótita] η, (region. & poet αγνότη)
- ① purity, chastity (syn αγνεία 1, καθαρότητα):
- ψυχική και σωματική ~ |
- η ~ των αισθημάτων |
- η ~ των ηθών |
- ηθική ~ |
- η ~ του βουνήσιου |
- ο Θεός είναι το είδωλο της αγνότητάς μας (Myriv) |
- τους συνιστούν... να διάγουν... με ~ (Vacalop) |
- ο άγγελος με όλη την άσπιλη αγνότητά του χαίρει για το αγαθό (Papanoutsos) |
- η ~, η ομορφιά κ' η ποίηση πάντα νικούν (Papatsonis) |
- poem η αγνότη, η γνώμη, η ομορφιά κ' η αλήθεια της μητέρας (Palam) |
- κ' έλαμπε τρίσβαθα η αγνότη μου | σαν του ήλιου (Sikel) |
- ντύσε με την αγνότη σου, | φεγγάρι μου, όλα γύρα (Malakasis)
- ② of females, virginity, maidenhood, purity (syn αγνεία 2, παρθενία):
- η ~ της παρθένου |
- η παρθενική ~ της κοπέλας |
- για να τιμήση την ~ της ηγουμένης... ζωγράφισε την Aρτέμιδα (Kanellop)
- ③ usu of things and abstracts, genuineness, purity (syn γνησιότητα):
- καλλιτεχνική ~ |
- ~ των γραμμών |
- τον διαβεβαιώνει κατηγορηματικά για την ~ των ιταλικών προθέσεων (Terzakis).
- ① purity, chastity (syn αγνεία 1, καθαρότητα):