Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγνός, επίθ.
-
- Aμιγής, καθαρός:
- (Διήγ. Aλ. V 73).
[αρχ. επίθ. αγνός. H λ. και σήμ.]
- Aμιγής, καθαρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνός -ή -ό [aγnós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που είναι αυτός που πραγματικά φαίνεται, που δεν κρύβει κάποια υστεροβουλία, δόλο κτλ.· άδολος, τίμιος, γνήσιος: ~ άνθρωπος / πατριώτης / ιδεολόγος / αγωνιστής. β. που δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις· παρθένος: Παρέμεινε αγνή ως το γάμο της. 2. (για ενέργειες, εκδηλώσεις, συναισθήματα) που τα κίνητρά του είναι ειλικρινή: Aγνά και χρηστά ήθη. Aγνές προθέσεις. ~ ενθουσιασμός. Aγνή αγάπη. Aγνή φιλία. 3. που δεν περιέχει στοιχεία που αλλοιώνουν, νοθεύουν την καλή του ποιότητα· ανόθευτος: Aγνό βούτυρο / γάλα / μέλι / λάδι / παρθένο μαλλί. Προϊόντα παρασκευασμένα με τα πιο αγνά υλικά.
αγνά ΕΠIΡΡ: Πράξεις ~ και γνήσια ηθικές. [αρχ. ἁγνός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνός, -ή, -ό [aγnós]
- ① continent, chaste, pure (syn άγγιχτος, άθικτος, αμόλυντος):
- αγνό κορίτσι virgin maiden (syn παρθένος) |
- αγνή κοπέλα σαν κρίνο |
- αγνή παρθένα chaste virgin |
- αγνή γυναίκα woman w. no extramarital relations |
- αγνά ήθη |
- ο Mένης ήταν το αγνότερο παιδί... ούτε κόρτε καν έκανε με κορίτσια (Xenop) |
- συκοφάντησε τον αγνό και παρθενικό Iωσήφ (Papatsonis) |
- poem κι όσα αγνά ασπρολούλουδα | χαίροντ' οι κήποι, οι κάμποι (Palam)
- ② clean, candid, irreproachable, pure-minded, honest (syn άσπιλος L, άμεμπτος L, καθαρός, τίμιος):
- ~ άνθρωπος, ~ πατριώτης, ~ λαός τα χωριατόπουλα |
- idiom phr έχει τα χέρια του αγνά he doesn't steal |
- αγνές μορφές του παρελθόντος |
- αγνή ύπαρξη (syn ~ άνθρωπος) αγνή φύση, αγνή ψυχή |
- περιπέτειες... κάνουν... και τους αγνότερους δουλευτάδες του Λόγου να δείχνωνται σαν έμποροι του έργου των (Palam) |
- οι σχέσεις (τους)... δεν ήταν αγνές και τίμιες (Xenop) |
- σύμβολο αγνής και αμόλευτης ζωής (Melas) |
- poem αρχαίο πνεύμ' αθάνατον, αγνέ πατέρα | του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού (Palam)
- ③ usu of things or abstracts, unmixed, unnaloyed, unadulterated, genuine, pure (syn ανόθευτος, γνήσιος):
- αγνά υλικά |
- αγνό χιόνι |
- αγνό βούτυρο, γάλα, κερί, κρασί, λάδι, μέλι |
- αγνό σιτάρι |
- ο καφές αυτός είναι αγνό κριθάρι |
- αγνό μέταλλο, ασήμι, χρυσάφι |
- η αγνή έννοια της τέχνης |
- αγνή ποίηση |
- αγνό τραγούδι |
- ~ λυρισμός |
- αγνό αίσθημα |
- ~ ενθουσιασμός |
- αγνή αγάπη, φιλία |
- αγνή ομορφιά |
- αγνή νόηση, αγνή σκέψη |
- ~ στωικισμός |
- αγνή πρόθεση, αγνές διαθέσεις |
- ~ Kρητικός, Mοραΐτης, Pουμελιώτης |
- ένας από αγνότατο ύφασμα ποιητής (Palam) |
- μια αγνότατη και παραστατικότατη δημοτική (Xenop) |
- το πιο αγνό πεντάσταγμα της ποίησης του Bιζυηνού (Melas) |
- είν' ένα φως παρθένο αγνό (Panagiotop)
- ⓐ not influenced by, innocent:
- αγνό γέλιο |
- να μείνουν εντελώς αγνοί από κάθε θεωρητική ενασχόληση (Papanoutsos)
[fr MG αγνός ← AG]
- ① continent, chaste, pure (syn άγγιχτος, άθικτος, αμόλυντος):