Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνωστικιστής ο [aγnostikistís] Ο7 θηλ. αγνωστικίστρια [aγnostikístria] Ο27 : οπαδός του αγνωστικισμού: Ο φιλόσοφος Kαντ ήταν ~.
[λόγ. < αγγλ. agnostic < a- = α- 1 + gnostic = γνωστικ(ός) 2 -ιστής· λόγ. αγνωστικι σ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνωστικιστής [aγnosticistís] philos
- follower of agnosticism, agnostic (syn αγνωστικός:
- ο Nίτσε δεν είναι ~ (Theodoridis) |
- μερικοί... τον πήραν (sc τον Kαζαντζάκη)... γι' αγνωστικιστή στο κεφάλαιο της ηθικής (Prevelakis)
[der of αγνωστικός]
- follower of agnosticism, agnostic (syn αγνωστικός: