Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνωστικισμός ο [aγnostikizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία η οποία αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης σχετικά με την ύπαρξη ή τη φύση οποιασ δήποτε έσχατης πραγματικότητας και ιδίως του Θεού: Θρησκευτικός / κοσμικός ~.
[λόγ. < αγγλ. agnosticism < agnostic = αγνωστικ(ιστής) -ism = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνωστικισμός [aγnosticizmós] ο, philos
- agnosticism, nescience (syn αγνωσιαρχία):
- ο ~, ο αυτοπεριορισμός στα εγκόσμια προβλήματα της ζωής (Papanoutsos) |
- η θετική φιλοσοφία του 19ου αιώνα... κορυφώνεται στον αγνωστικισμό του Herbert Spencer (id.) |
- ο τέλειος ~... αφίνει το έδαφος ελεύθερο για να φυτρώση κάθε λογής αυθαιρεσία και παρανόηση (id.) |
- ο αισθητικός ~ (id.) |
- χριστιανικός ~ (Tatakis)
[der of αγνωστικός]
- agnosticism, nescience (syn αγνωσιαρχία):