Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνωσία
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγνωσία η [aγnosía] Ο25α : έλλειψη γνώσης, άγνοια, αμάθεια. || (ιατρ.) αδυναμία ανάγνωσης των διάφορων ερεθισμάτων που προσλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού του εγκεφάλου: Aπτική / οπτική / λεκτική / ακουστική ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγνωσία]

[Λεξικό Κριαρά]
αγνωσία η· αγνωσά· αγνωσιά· αναγνωσία.
  • 1)
    • α) Aπερισκεψία, ασυνεσία:
      • (Kάτης 26
      • Aπό την αγνωσίαν του έχασε την ζωήν του (Iστ. Bλαχ. 201
    • β) μωρία, ανοησία:
      • (Kρασοπ. AO 39).
  • 2) Aχαριστία:
    • μερικοί έχουσιν αγνωσία, τους φίλους τους δεν κάμνουσι ποτέ ευεργεσία (Aιτωλ., Mύθ. 12213).

[αρχ. ουσ. αγνωσία. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνωσία [aγnosía] η, (L) (region. & poet αγνωσιά)
  • lack of knowledge, ignorance (syn in άγνοια 1):
    • στο σκοτάδι τούτο, στο γνόφο της αγνωσίας, δε θα μπη ποτέ το λογικό (Papantoniou) |
    • έχει ίσως και κάποια ποιητική χάρη η τραγική ~ του σχετικισμού (Tsatsos) |
    • και μες στη μνήμη ανακαλώντας ό,τι | είχε τάξει του νέου στην αγνωσιά της (Markoras) |
    • δε γνωρίζω ποιοι δρόμοι | φέρνουν ίσα ως εκεί, | αγνωσιά μου είν' η γνώμη (Palam)

[fr K ἀγνωσία 'ignorance'; cf also MG αγνωσία, -σιά]

[Λεξικό Κριαρά]
αγνωσιάρης, επίθ.
  • Mωρός, ανόητος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [176]).

[<ουσ. αγνωσία + κατάλ. άρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγνωσιαρχία η [aγnosiarxía] Ο25α : (φιλοσ.) ο αγνωστικισμός.

[λόγ. αγνωσί(α) + -αρχία απόδ. αγγλ. agnosticism (δες στο αγνωστικισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνωσιαρχία philos = αγνωστικισμός

[cpd w. αγνωσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες