Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνοώ [aγnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. αγνοούμενος* : 1.δεν ξέρω, δε γνωρίζω: Δεν επιτρέπεται να αγνοείς την ιστορία του τόπου σου. Aγνοείται η τύχη των ναυαγών. 2. παραβλέπω, δεν υπολογίζω, δε δίνω σημασία: Aγνόησαν τις πατρικές συμβουλές. Mας είδε στο δρόμο, αλλά μας αγνόησε. Tον αγνόησε ο πολιτικός και πνευματικός κόσμος. Aγνοούν τη λαϊκή ετυμηγορία. Πέθανε φτωχός κι αγνοημένος, ξεχασμένος.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγνοῶ· 2: σημδ. αγγλ. ignore]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνοώ [aγnoó] aor αγνόησα, pass αγνοούμαι, prp αγνοούμενος, αγνοήθηκα, ppp αγνοημένος
- ① not know (syn δε γνωρίζω, δεν ξέρω):
- ~ το έργο, την υπόθεση, την πραγματικότητα, την Eλλάδα |
- αγνοούσα τι είναι η αγάπη |
- αυτό το ~ I am incognizant of that |
- αγνοούμε τη γλώσσα του πρωτοτύπου |
- πολλοί αγνοούν και αν υπήρξε καν τέτοιος άνθρωπος |
- δεν ~ ότι (πως) I do know (or |
- I well know) that |
- αυτά δεν επιτρέπεται να τ' αγνοή κανείς |
- δίδαξε στους Έλληνες πράματα που αγνοούσαν (Theotokas) |
- κατακρίνει... τους Έλληνες που αγνοούσαν και υποτιμούσαν ως τότε τους Δυτικούς (Kanellop) |
- οι ξένοι... θα έπρεπε να τα αγνοούν the foreigners should not have known these (matters) (Christidis) |
- ο (άγνωστος) Θεός... που αγνοείτε βρίσκεται μέσα μας και αυτόν έρχομαι να κηρύξω (Michelis)
- ② pay (not much or) no attention to, disregard, ignore (syn δεν προσέχω, παραβλέπω, περιφρονώ):
- ~ μια συμβουλή set advice at naught |
- ~ μια παρατήρηση disregard a remark or objection |
- τον ~ leave him out of it |
- με αγνοεί he disregards me |
- ο προϊστάμενός του τον αγνόησε his superior ignored him |
- το κοινό στην πλειοψηφία αγνοεί το βιβλίο |
- αγνοήθηκαν οι διαθέσεις του λαού |
- γίνεται προσπάθεια ν' αγνοηθή η ρίμα |
- η αλήθεια δεν αλλοιώνεται κι όταν ακόμα οι άνθρωποι την αγνοούν (Vrettakos) |
- τον αγνόησε ο πνευματικός και ο πολιτικός κόσμος (Palaiologos) |
- προσπάθησα... να μην αγνοήσω κανέναν από τους συντελεστές της κρίσης (Dimaras) |
- δε μπορεί να αγνοήσωμε ότι... ο V. Hugo εξακολουθεί να παραμένη... ο πρώτος αριστοτέχνης του γαλλικού στίχου, ο ποιητής των ποιητών (Tsatsos) |
- (ο λογιωτατισμός) το μεγαλύτερο επικό κατόρθωμα του γένους στον αιώνα του, την επανάσταση του '21, το αγνόησε και το παραμέλησε (Chourmouzios) |
- μεγάλες εποχές στην τέχνη... αγνόησαν το χρόνο..., δεν επεδίωξαν να προσαρμοσθούν στην επικαιρότητα (Giatras)
- ⓐ pretend not to notice, ignore:
- μας είδε, αλλά μας αγνόησε.
- ① not know (syn δε γνωρίζω, δεν ξέρω):