Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνοημένος, -η, -ο [aγnoiménos] (remaining)
- unknown, ignored:
- (έστειλαν) στα αγνοημένα πέρατα του ελληνικού χωριού ομοιώματα (Loukatos) |
- το Bυζάντιο, αγνοημένο και περιφρονημένο (Dimaras) |
- μια μορφή της παιδείας, που ήταν ανέκαθεν στην Eλλάδα... αγνοημένη (Tsatsos) |
- συνεχίζοντας μία παράδοση αγνοημένη (Theotokas) |
- μεγάλη ποίηση κρύβουν κάποτε οι αγνοημένες αυτές ακολουθίες της Oρθοδοξίας (id.) |
- (καλλιτέχνες) πέρασαν αγνοημένοι στην εποχή τους και επιβλήθηκαν στην άλλη (Papanoutsos) |
- poem και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί κι αγνοημένοι (Papantoniou) |
- και να καιν δυο λαμπάδες | φτωχικές στα εικονίσματα | δυο αγίων ασήμαντων κι αγνοημένων (Skipis) |
- δεκάξι χρόνων βασιλιάς κοιμάται ~ (Ouranis)
[ppp of αγνοώ]
- unknown, ignored: